- λαιψηρόδρομος
- λαιψηρό-δρομος, schnell laufend
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
λαιψηροδρόμος — λαιψηροδρόμος, ον (Α) αυτός που τρέχει γρήγορα, ταχύς («λαιψηροδρόμον Ἀχιλλήα», Ευρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < λαιψηρός + δρόμος (πρβλ. ευθυ δρόμος)] … Dictionary of Greek
λαιψηροδρόμον — λαιψηροδρόμος swift running masc/fem acc sg λαιψηροδρόμος swift running neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)